- Πευκέστης
- Πευκέστηςmasc nom sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πευκέστην — Πευκέστης masc acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πευκέστου — Πευκέστης masc gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πευκέστῃ — Πευκέστης masc dat sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πευκέστα — Πευκέστᾱ , Πευκέστης masc nom/voc/acc dual (doric) Πευκέστᾱ , Πευκέστης masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πευκέστας — Πευκέστᾱς , Πευκέστης masc acc pl (doric) Πευκέστᾱς , Πευκέστης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ПЕВКЕСТ — • Peucestes, Πευκέστης, полководец Александра Великого, спас ему в Индии жизнь (Plut. Alex. 63. Curt. 9, 5), за что благодарный царь сделал его наместником Персии. В этом звании он выказал чрезвычайную осторожность и… … Реальный словарь классических древностей
Πευκέσται — Πευκέστᾱͅ , Πευκέστης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πευκέσταν — Πευκέστᾱν , Πευκέστης masc acc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πευκέστᾳ — Πευκέστᾱͅ , Πευκέστης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)